κολποσκόπηση

κολποσκόπηση
Εξέταση του τραχήλου της μήτρας με οπτική συσκευή, εφοδιασμένη με ισχυρό φωτισμό και μεγεθυντικούς φακούς. Η κ. πραγματοποιείται με την εισαγωγή στον κόλπο ενός ειδικού οργάνου που διαστέλλει τα τοιχώματά του, επιτρέποντας έτσι την εξέταση του τραχήλου της μήτρας με την ειδική συσκευή, εντοπίζοντας ακόμα και πολύ μικρές βλάβες, που δεν είναι ορατές με γυμνό μάτι. Η κ. είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για περαιτέρω διερεύνηση, όταν το τεστ ΠΑΠ δείξει άτυπα κύτταρα. Μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ιστοί, προκειμένου να εξεταστούν στο μικροσκόπιο (βιοψία).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κολποσκοπία — και κολποσκόπηση, η ιατρ. εξέταση τού τραχήλου τής μήτρας με τη βοήθεια συσκευής που διαθέτει φωτεινή πηγή και μεγεθυντικό οπτικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colposcopie < colpo (< κόλπος) + scopie (< σκοπία < σκόπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”